Μέσα Ιουλίου...
Τελικά δεν είμαι σίγουρος αν οι άνθρωποι που μας περιτριγύριζαν και τράβηξαν το δρόμο χωρίς επιστροφή, μας κάνουν να λυπόμαστε για το χαμό τους ή για το ότι μεγαλώνουμε και πλησιάζουμε όλο και πιο πολύ στο δικό μας τέλος. Ισως να μην είναι ούτε αυτό. Μπορεί να είναι χίλιοι άλλοι λόγοι , ξεχωριστoί για τον καθένα.
Η αλήθεια είναι ότι φτάνουμε κάποτε στην ηλικία που όλο και πιο σπάνιες γεννήσεις υπάρχουν στο περιβάλλον μας. Ευτυχώς ακόμα βιώνω αυτή την περίοδο της ζωής μου. Οσο μεγαλώνουμε όμως οι θάνατοι συμβαίνουν όλο και πιο συχνά. Ενας ένας και με ακανόνιστη πρόοδο αποχωρούν από αυτή τη ζωή, φίλοι γνωστοί και συγγενείς. Η παρουσία τους εκλείπει από την καθημερινότητά μας. Δεν είναι όμως η απουσία τους που μας θλίβει. Για κάποιον περίεργο λόγο τις περισσότερες ώρες κυριαρχεί η αίσθηση ότι κάπου υπάρχουν όλοι αυτοί που έφυγαν, κάπου ζουν, κάνουν διακοπές, ψωνίζουν, βλέπουν τηλεόραση, θέλουν την ησυχία τους, όπως τότε που ήταν ακόμα εν ζωή και δεν τους βλέπαμε, που κάναμε μέρες ίσως και μήνες, μπορεί και χρόνια για να τους δούμε αλλά είχαμε τη σιγουριά και την ασφάλεια ότι είναι εκεί και ότι κάποτε θα τους δούμε μπροστά μας για να συνεχίσουμε από κει που σταματήσαμε, συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν για την δημιουργία ενός νέου μέλλοντος. Τώρα που το καλοσκέφτομαι η μεγαλύτερη αιτία της θλίψης μας για τους αποθανόντες είναι ότι μαζί με αυτούς πέθανε και η ευκαιρία να τους συναντήσουμε μπροστά μας και να συνδέσουμε αυτό το (ευτυχές ή οχι) παρελθόν με το (ευτυχές ή όχι) παρόν και η γένεση του μέλλοντος συμβαίνει με άλλες διαδικασίες ίσως πιο επώδυνες. Κι ετσι μένουμε μετέωροι μ ένα νοσταλγικό παρελθόν που χάθηκε ανεπιστρεπτί μαζί με αυτούς που υπήρχαν για να μας το θυμίζουν.
Δεν ξέρω κατα πόσο εγωϊστική είναι αυτή η απόψή μου κι αν φαίνεται με αυτόν τον τρόπο ότι περισσότερο χρησιμοποιούμε τους άλλους για την επιβεβαίωση της ύπαρξής μας, αλλά έτσι νομίζω ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του: Μέσα από τον άλλον και ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει στην ζωή του!
Το ξέρω ότι δεν ταιριάζουν στο καλοκαίρι τέτοιες σκέψεις. Είναι ομως που "έφυγε" ο Μάκης, ο γείτονάς μου. Περίεργος τύπος, γραφική φιγούρα στην γειτονιά, με το ιδιαίτερο ψιλικατζίδικο στην Νεάπολη Εξαρχείων , λίγο παρατημένο, παραμελημένο περισσότερο από άποψη παρά από αμέλεια, με το ιδιο μοντέλο μηχανής Virago που έχω κι εγώ , η οποία στάθηκε η αφορμή να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες ώστε να με βοηθήσει να βρω μάστορα για να μου τη φτιάξει, όπως και έγινε. Από τότε λέγαμε ένα γεια, κάτι που δεν συνέβαινε τα προηγούμενα τρία χρόνια που βρίσκομαι στην περιοχή.
Πήγα στην κηδεία του, έκανε ζέστη. Του είπα το τελευταίο "γειά" . Το πρωι που θα κατέβω πάλι κάτω να ξεκλειδώσω τη μηχανή μου για να φύγω, θα περιμένω να τον δω να με κοιτά λοξά και να περιμένει να τον χαιρετήσω πρώτος εγώ για να με χαιρετήσει. Το μαγαζάκι του όμως θα είναι κλειστό με αναρτημένες απ εξω κάτι παλιές εφημερίδες, πολλές από το 1998, ποτέ δεν τις άλλαζε, λες και είχαν σημασία να μείνουν εκεί με συγκεκριμένες περασμένες ημερομηνίες. Σαν κάτι να αντιπροσώπευαν. Σαν κάτι να αναπολούσε. Ο δικός του ίσως σύνδεσμος με ένα παρελθόν που έφυγε αμετάκλητα. Ισως...
Τίποτα από αυτά όμως δεν με θλίβει.Το μόνο που με στεναχωρεί είναι ένας πεθαμένος αρουραίος ανάμεσα στις χαλασμένες γλάστρες που κοσμούν το πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζάκι του. Δεν θα ήθελα να είναι αυτός ο δικός μου σύνδεσμος με τον Μάκη. Είναι άδικο!
Για κάποιον όμως περίεργο λόγο κανείς δεν μαζεύει το πεθαμένο τρωκτικό από εκεί.
Ούτε καν εγώ...